//]]>

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Κούρος στο Τσαμάλι

Με τον ερχομό της Άνοιξης και συγκεκριμένα του Αγίου Γεωργίου, οι Σαρακατσάνοι “κίναγαν” με τα καραβάνια τους για τα ψηλά βουνά. Μόλις έφθαναν, πρώτη ασχολία τους ήταν ο  διαχωρισμός των κοπαδιών σε “γαλάρια”, “ζυγούρια” και “στέρφα”, καθώς επίσης και η επιλογή των βοσκότοπων. Ακολουθούσε, η κατασκευή ή η επιδιόρθωση των “κονακιών”, των φρεντζάτων και των μαντριών.
Μια σημαντική δραστηριότητα των Σαρακατσαναίων κατά την χρονική αυτή περίοδο ήταν ο “κούρος”, το κούρεμα των γιδιών και των προβάτων.
Ο χρόνος του κούρου ήταν συγκεκριμένος. Έτσι, τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου έκαναν μόνο το “κωλοκούρισμα”, έκοβαν με το “πρατοψάλιδο” τα μαλλιά της ουράς, και της κοιλιάς των προβάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανακούφιζαν τα ζώα απ’ την ζέστη αλλά και τα παράσιτα, αφαιρώντας το πυκνό τους τρίχωμα. Το μαλλί αυτό ήταν κοντόινο και, γενικά, κατώτερης ποιότητας και ονομαζόταν: «κωλόκρα». Αντιθέτως, το καλό μαλλί προέκυπτε απ’ τον τακτικό κούρο που γινόταν τον Μάιο, δηλαδή αφότου περνούσαν τριάντα με τριάντα πέντε ημέρες στα βουνά και βελτιωνόταν ο καιρός. Τα μαλλιά αυτά ήταν μακρόινα και λέγονταν: «μαΐσια». Από αυτά έβγαινε, επίσης, κι η «λαγάρα».
Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι στο βιβλίο του  Ευριπίδη Μακρή  «Ζωή και Παράδοση των Σαρακατσαναίων» :
“Στειροχωρίζουν στου Κλαδά, τυροκομούν στου Ζέρβα
στου Ακρίβου αλλάζουν τα μαντριά, στου Μπάρδα κούρον έχουν.
Είκοσι πέντε είν’ οι κοπές, διακόσιοι οι κουρευτάδες
κι άλλ’ εκατό που κουβαλούν κι άλλ’ εκατό που στρίβουν,
που στρίβουν το κωλόκουρα, που δένουν τα ποκάρια.
Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.”
Ο κούρος ήταν γιορτή, ημέρα χαράς στην οποία συμμετείχε όλο το τσελιγκάτο. Πρωτοστατούσαν οι άντρες, ενώ οι γυναίκες βοηθούσαν, μαζεύοντας και αποθηκεύοντας το μαλλί με το οποίο θα δημιουργούσαν μετέπειτα μια μεγάλη ποικιλία από μάλλινα υφάσματα. Προληπτικά οι Σαρακατσάνοι δεν άρχιζαν ποτέ τον κούρο τις ακόλουθες ημέρες: Κυριακή, Τρίτη και Παρασκευή. Ειδικά, την Τρίτη δεν ξεκινούσαν καμία τους δουλειά, γιατί την θεωρούσαν κακή και γρουσούζικη ημέρα ( ημέρα πτώσης της Κωνσταντινούπολης ). Επιπλέον, φρόντιζαν, όταν θα γινόταν η πρώτη ψαλιδιά, να είναι ο ουρανός ξάστερος και καθαρός.
Η διαδικασία ξεκινά πολύ νωρίς το πρωϊ, με τα πρόβατα στη στρούγκα και τους  κουρευτάδες να κάθονται στον «στρουγκόλιθο», πιάνοντας ένα – ένα τα πρόβατα, τα ξαπλώνουν και τα κούρευουν. Παράλληλα, οι γυναίκες μάζευαν τα “πλοκάρια” των μαλλιών και τα αποθήκευαν σε σωρό, ξεχωρίζοντάς τα σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που θα κρατούσαν για τις ανάγκες του σπιτιού και σ’ αυτά που θα έδιναν για πούλημα. Επίσης τα διαχώριζαν και με βάση το είδος του υφάσματος (“σκ΄τί”) που ήθελαν να κατασκευάσουν. Έτσι, για να φτιάξουν φούστες, φουστάνια, παλτά, γιλέκα, μπουραζάνες χρησιμοποιούσαν μαλλί όχι αδρύ. Για τις φανέλες και τα κατασάρκια χρησιμοποιούσαν μαλακό μαλλί, κυρίως αρνόμαλλο, ενώ για τα τσιόλια, τις κάπες, τις τέντες και τα αλογόσιολα διάλεγαν τα ασπρόμαυρα μαλλιά (τα “σίβα”).
Μετά το πλύσιμο και το στέγνωμα των μαλλιών που είχαν συγκεντρώσει οι Σαρακατσάνες στα καλύβια τους, σειρά είχε το “ξάσιμο”, η διαδικασία με την οποία έξαιναν το μαλλί με τα δάχτυλα και το καθάριζαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το μαλλί γινόταν αφράτο και μαλακό για να περάσει στην επόμενη φάση, αυτή του “λαναρίσματος”. Κατόπιν, τύλιγαν το λαναρισμένο, πλέον, μαλλί σε τουλούπες, για να ακολουθήσει το γνέσιμο με τη ρόκα.
Μια βλάχα εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα,
φέρνει την ρόκα γνέθοντας, την ρόκα στο ζωνάρι
ένα λεβέντη απάντησε, στέκει και τη ρωτάει.
- Κόρη μην είδες πρόβατα, κόρη μην είδες γίδια.
- Στην μία πλαγιά είν’ τα πρόβατα την άλληνε τα γίδια.
Στην πλάτη του την έβαλε, στη στάνη του την πάει.
Το μεσημέρι διακόπτονταν ο κούρος, ενώ έστρωναν πλούσιο τραπέζι για να αρχίσει το φαγοπότι, το οποίο θα κρατούσε έως αργά το απόγευμα. Συνήθως, έστρωναν στο έδαφος μια μεγάλη τέντα, η οποία περιλάμβανε ψητά αρνιά, τυρόπιτες, καθώς και άφθονο κρασί. Εκεί, καθισμένοι γύρω – γύρω σταυροπόδι, έτρωγαν, έπιναν και άρχιζαν τα τραγούδια. Τραγουδούσαν χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες, με τη σειρά, τραγούδια κλέφτικα, της αγάπης, του χωρισμού κ.α., εκφράζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την χαρά τους για τον χειμώνα που άφηναν πίσω και την ευχή τους για καλό ξεκαλοκαίριασμα.
Φίλοι μ’ καλωσορίσαταν σε τούτο το τραπέζι,
πο ‘χει στρωμένο μάλαμα, ποτήρια ασημένια.
Φάτε και πιείτε φίλοι μου, χαρείτε να χαρούμε
τούτο τον χρόνο τουν καλό, τουν άλλουν ποιος του ξέρει,
για ζούμε για πεθαίνουμε, για σ’ άλλουν τόπο πάμε.
Σε τούτη τάβλα που ‘μαστε, σε τούτο το τραπέζι,
τρεις μαυρομάτες μας κερνούν και τρεις καγκελοφρύδες.
Ν- η μια κερνάει με το γυαλί κι η άλλη με την κούπα
κι η τρίτη ν- η μικρότερη με μαστραπά ασημένιο
κέρνα μας, ρούσα μ’, κέρνα μας γλυκό κρασί.
Παίρνουν να ανθίσουν τα κλαριά, κι ο πάγος δεν τ' αφήνει.
Θέλω κι εγώ να σ' αρνηθώ, βλάχα μ', κι ο πόνος δε μ' αφήνει.
Το χέρι σου το παχουλό, το κονδυλογραμμένο,
να το 'βαζα προσκέφαλο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Οι μέρες να 'ναι του Μαϊού κι οι νύχτες του Γενάρη,
να σε χορτάσω φίλημα, στα μάτια και στα φρύδια.
Όταν έφευγαν τα τελευταία ζώα έτοιμα απ’ τα χέρια των κουρευτάδων, έριχναν μερικές ντουφεκιές για τη χαρά της νέας εποχής και έδιναν ευχές για «καλό καλοκαίρι» και «του χρόνου».

Δεν υπάρχουν σχόλια: